- βάση
- η (AM βάσις)1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος»)2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής»)3. (γεωμ.) αυτή που, κατά περίπτωση, θεωρείται ως η σημαντικότερη πλευρά ή έδρα σχήματος ή γεωμετρικού σώματοςνεοελλ.1. πληθ. εφόδια πνευματικά ή ηθικά («έχω καλές βάσεις από το σχολείο»)2. θεμελιώδης αρχή, αφετηρία («η βάση του συλλογισμού του», «νομική βάση»)3. το κατώτατο όριο βαθμολογίας σε εξετάσεις, πάνω από το οποίο ένας υποψήφιος θεωρείται επιτυχών ή ο ελάχιστος αριθμός ψήφων που πρέπει να συγκεντρώσει υποψήφιος σε εκλογές4. φρ. α) «βάζω βάση σε κάτι» — προσέχω, θεωρώ κάτι σοβαρόβ) «δίνω βάση» — ακούω με προσοχήγ) «επί τη βάση τού» ή «βάσει τού» — στηριζόμενοι στο..., παίρνοντας ως αφετηρία το...5. χημ. χημική ουσία που έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει οξέα όταν έρχονται σε επαφή μ' αυτήν και να σχηματίζει άλατα6. στρ. «στρατιωτική βάση», «ναυτική βάση», «αεροπορική βάση» — περιοχή η οποία περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για την τοποθέτηση ή στάθμευση και χρησιμοποίηση όπλων, πλοίων και υποβρυχίων ή πολεμικών αεροσκαφώναρχ.1. βάδισμα, βήμα2. φρ. α) «οὐκ ἔχων βάσιν» — μη έχοντας τη δύναμη να βαδίσωβ) «ἀρβύλης βάσις» — το ίχνος της «αρβύλης»γ) «τροχών βάσεις» — οι τροχοί του άρματος3. βηματισμός ή κίνηση στον χορό4. ρυθμική ή μετρική κίνηση5. μετρική μονάδα, πους6. σειρά, ακολουθία7. πόδι ή πέλμα8. σταθερή θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαίνω. Συγκεκριμένα το βάσις (βἁ-σις) προήλθε από θ. βα-, συνεσταλμένη μορφή της ρίζας βᾱ- / βη- < *gwā (πρβλ. και δοτός: δι-δω-μι, στἁ-σις: ί-στᾱμι κ.τ.ό.) ή, κατ' άλλους, από αρχ. ρίζα *gwem- (βλ. και λ. βαίνω). Το ληκτικό μόρφημα -σις (χαρακτηριστικό ονομάτων δράσεως) < *-ti- (με συριστικοποίηση του -t- προ του -i-). Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ. βάσις μαρτυρείται στους Αισχύλο, Πίνδαρο, Αριστοφάνη κ.ά., ενώ παρασύνθετα σε -βάσις αποτελούν ήδη ομηρικές λέξεις (πρβλ. αμφίβασις, έκβασις, πρόβασις). Τέλος οι λέξεις σε -βάσις παρουσιάζουν αντιστοιχία προς τα σύνθετα με gati- της αρχ. Ινδικής, ενώ ανάλογος σχηματισμός απαντά επίσης στη Λατινική (πρβλ. conventiō) και στη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. ga-qumps)].
Dictionary of Greek. 2013.